αὐτοσχέδιοι

αὐτοσχέδιοι
αὐτοσχέδιος
hand to hand
masc nom/voc pl
αὐτοσχέδιος
hand to hand
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακίν — Λαϊκοί αυτοσχέδιοι τραγουδιστές της κεντρικής Ασίας. Οι πλανόδιοι αυτοί καλλιτέχνες, γνωστοί από αιώνες στους Κιργισίους, υμνούσαν με τα τραγούδια τους, στις γιορτές, τη δουλειά και τον ηρωισμό των λαών της κεντρικής Ασίας. Το Μάνας, ηρωικό… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”